- πρόσθημα
- το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι]ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκηνεοελλ.1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις2. γραμμ. το πρόσφυμα3. ζωολ. το ανώτερο τμήμα τής φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών τής οικογένειας χειρόπτερααρχ.1. αγροτεμάχιο που προστίθεται με αγορά, διαθήκη, ή άλλον τρόπο σε άλλη έκταση3. το πέος4. υπόθετο στη μήτρα ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς5. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πυγιαῑα».
Dictionary of Greek. 2013.